Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΑΥΓΑ ΜΑΥΡΑ

ΑΥΓΑ ΜΑΥΡΑ


v  Την ομάδα εργασίας αποτελούν οι μαθητές:  

v  Λίγα λόγια για τον συγγραφέα.

v  Σύντομα η υπόθεση.

v  Ερμηνεύω τον τίτλο.

v  Ποια κατά τη γνώμη σας τα μηνύματα του έργου;

«Αν τα «Αυγά μαύρα» του Διονύση Χαριτόπουλου ανέβαιναν στο θέατρο πριν από πέντε ή έξι χρόνια, όταν ακόμη γευόμασταν ημέρες ευδαιμονίας, θα μιλούσαμε για ένα κείμενο- ντοκουμέντο και, αρκούντως αποστασιοποιημένοι, θα το χαρακτηρίζαμε ως ένα σημαντικό έργο και μια καλή παράσταση. Τώρα, που «έχει αλλάξει ο κόσμος, άλλαξε πολύ η κοινωνία» όπως λέει και ο ίδιος ο Χαριτόπουλος στο κείμενό του, ο Αντώνης Αντωνίου έχει τη διαύγεια να το φέρει και πάλι στο προσκήνιο. Ήταν εξάλλου, ο πρώτος που το ανέβασε στη «Θεατρική Σκηνή» του πριν από 20 χρόνια κι αυτός για τον οποίο το έγραψε ο συγγραφέας. Κι εφόσον ξεκινάμε αντίστροφα, η «ρημαγμένη» έννοια της επικαιρότητας, η επιτακτική ανάγκη να ακουστεί σήμερα που η διχόνοια και οι «αδελφοσκοτωμοί» δεν είναι συγκυρίες αποσυρμένες στο παρελθόν μας αλλά βίωμα, καθιστούν τα «Αυγά μαύρα» μια συγκλονιστική ιστορική μαρτυρία. Πέραν από τη βαθιά ανθρωπιά, τη συγκίνηση, τον παράφορο υπαρξιακό αγώνα των παιδιών του εμφυλίου να αποτινάξουν τις μνήμες και το στίγμα από πάνω τους.
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος γράφει -στηριγμένος στην πραγματική ιστορία μιας γυναίκας- για την απελπισμένη προσπάθεια δύο αδελφών, παιδιών ενός αντάρτη της Ρούμελης, να βρουν το βηματισμό τους: να ζήσουν χωρίς το φάντασμα του Εμφυλίου πολέμου να τους κυνηγάει, χωρίς το κενό της ορφάνιας να τους στοιχειώνει, χωρίς το στίγμα του κομμουνιστή να τους καταδιώκει. Η συνάντησή τους (καθημερινή όπως αποκαλύπτεται) γύρω από ένα παλιό, αλλά τέλεια λουστραρισμένο, σαλονάκι είναι ένας καθημερινός αγώνας για να απαλλαγούν από τις ενοχές, να αποδράσουν από τις εφιαλτικές μνήμες ή να τις τιθασεύσουν και να βρουν γαλήνη στην «τακτοποιημένη» πλέον καθημερινότητά τους.
Είναι στ’ αλήθεια θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο ο Χαριτόπουλος χειρίζεται μια προσωπική μαρτυρία για να δώσει μια συλλογική εικόνα γύρω από το πώς οι επόμενες γενιές φέρουν στις πλάτες τους το βαρύ παρελθόν των γονιών τους, πώς αυτό καθορίζει τη θέση τους μέσα στην οικογένεια, αλλά και μέσα στην κοινωνία, πώς τα τραύματα παραμένουν ανοιχτά και μολύνουν το παρόν και το μέλλον μιας χώρας. Και το σημαντικότερο: το πώς χωρίς λαϊκισμούς και κορώνες φωτίζει μια ιστορική περίοδο της πατρίδας μας για την οποία είχε επικρατήσει μεγάλη συσκότιση.  Ο λόγος του είναι καθημερινός, λιτός και συνάμα τόσο διεισδυτικός στο συναίσθημα και σε αυτό που θέλουμε να αποκαλούμε «συλλογική μνήμη».
Εδώ εισέρχεται και ο παράγοντας της υποκριτικής δεινότητας που καλείται να αποκαλύψει αυτές τις συγγραφικές αρετές. Ο Αντώνης Αντωνίου και η Νατάσσα Ασίκη είναι φορείς του καλού, γνήσιου θεάτρου και θα έλεγε κανείς πως ενσαρκώνουν υποδειγματικά τα δύο αδέλφια αναπτύσσοντας ωραία σκηνική επικοινωνία. Ο Αντωνίου στο ρόλο του μεγάλου αδελφού που προσπαθεί να αφυπνίσει την αδελφή του από τον συναισθηματικό βάλτο και συνάμα να πείσει τον εαυτό του για το δίκαιο του επαναστατικού αγώνα των γονιών του και η Ασίκη που ζει και ξαναζεί τα μετεμφυλιακά δεινά, τη χαμένη της παιδική ηλικία και αρνείται να συγχωρήσει όσους την έχρισαν επαναστάτρια με το ζόρι. Η αυθεντικότητα της ερμηνείας τους και η ζωντάνια της αφήγησης κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον και κορυφώνονται σε ένα φορτισμένο φινάλε. Έχοντας τη συνείδηση ότι δεν πρόκειται μόνο για ένα καλό δείγμα θεάτρου, αλλά για ένα κομμάτι αληθινής ζωής.»
Στέλλα Xαραμή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου