Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ



Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ


          Την ομάδα εργασίας αποτελούν οι μαθητές:  

v  Λίγα λόγια για τον συγγραφέα και την εποχή που γράφτηκε.

v  Σύντομα η υπόθεση.

v  Υπάρχουν κοινωνικοί προβληματισμοί και μηνύματα στο έργο;

v  Θα μπορούσε κατά τη γνώμη σας το έργο αυτό να αγγίξει τους νέους της εποχής μας; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. Σημειωτέον το έργο παίχτηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 2017.

v  Ερμηνεύω τον τίτλο.





Σημείωμα σκηνοθέτη 
Η Αυλή των Θαυμάτων παίχτηκε για πρώτη φορά το 1957 από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν με τεράστια επιτυχία. Από τότε παίζεται και ξαναπαίζεται κερδίζοντας τη συγκίνηση χιλιάδων θεατών. Είναι το έργο σταθμός του ελληνικού θεάτρου που επηρέασε πολλούς νεότερους συγγραφείς. Είναι η τέταρτη φορά που «εισβάλλω» στο αριστούργημα του Ιάκωβου Καμπανέλλη και κάθε φορά διαπιστώνω τις αρετές του, τη βαθιά ελληνικότητά του, την έξοχη θεατρική δομή, τους ολοκληρωμένους και αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, τη γνήσια αναπαράσταση της μετεμφυλιακής εποχής και την αυθεντικότητα της ζωής μιας πολυπρόσωπης λαϊκής κοινότητας, που βρίσκεται σε μια φτωχική αυλή της Αθήνας. Εκεί μέσα συγκατοικούν ξεριζωμένοι πρόσφυγες, εσωτερικοί μετανάστες της ελληνικής περιφέρειας και άλλοι απόκληροι, με τις χαρές, τις λύπες, τις αγάπες, τους καβγάδες, τις απογοητεύσεις και τα ανεκπλήρωτα όνειρα για καλύτερη ζωή. 
Συντροφιά τους πάντα, η φτώχια, η μίζερη ζωή, η ανασφάλεια, η ανεργία, η ανάγκη της μετανάστευσης και το ξεθεμελίωμά τους από την αμείλικτη ανοικοδόμηση, που θα πνίξει τις πόλεις με τσιμεντένιες πολυκατοικίες.
Πιστεύω πως η Αυλή των Θαυμάτων δεν πρέπει να παρασταθεί -τουλάχιστον ακόμα- ως έργο της σύγχρονης εποχής, ούτε να μοντερνοποιηθεί, να αποδομηθεί, να αφηγηματοποιηθεί και ούτε… να αποκαθηλωθεί, θα χάσει τους χυμούς τις ανάσες και την αύρα του. 
Το έργο μοιάζει από μόνο του σύγχρονο, γιατί όσα δεινά περνούσε τότε η χώρα, τα ίδια περνάει, δυστυχώς, και σήμερα. Το μόνο που τόλμησα, ήταν να φωτίσω περισσότερο την εποχή του έργου με τέσσερα τραγούδια, σαν ιντερμέδια, σε μουσική του Διονύση Τσακνή, στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου και με κινηματογραφημένες σκηνές της Μικρασιατικής Καταστροφής, των φτωχογειτονιών, της μετανάστευσης και της καταστροφικής αντιπαροχής. 
Είναι μεγάλη τιμή για μένα που το ΚΘΒΕ μου ανέθεσε να σκηνοθετήσω το σπουδαίο έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη και να συνεργαστώ με τους υπέροχους συντελεστές της παράστασης. Τους ευχαριστώ όλους.
 http://www.ntng.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=2&production=45953

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - Η ΚΑΡΦΙΤΣΑ


Η ΚΑΡΦΙΤΣΑ
Η
ΑΠΛΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ



v  Την ομάδα εργασίας αποτελούν οι μαθητές:  


v  Λίγα λόγια για την συγγραφέα και την εποχή που γράφτηκε.

v  Διηγούμαι την ιστορία με … τη σωστή σειρά.

v  Υπάρχουν κοινωνικοί προβληματισμοί και μηνύματα στο έργο;

v  Ερμηνεύω τον τίτλο.




ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΑΥΓΑ ΜΑΥΡΑ

ΑΥΓΑ ΜΑΥΡΑ


v  Την ομάδα εργασίας αποτελούν οι μαθητές:  

v  Λίγα λόγια για τον συγγραφέα.

v  Σύντομα η υπόθεση.

v  Ερμηνεύω τον τίτλο.

v  Ποια κατά τη γνώμη σας τα μηνύματα του έργου;

«Αν τα «Αυγά μαύρα» του Διονύση Χαριτόπουλου ανέβαιναν στο θέατρο πριν από πέντε ή έξι χρόνια, όταν ακόμη γευόμασταν ημέρες ευδαιμονίας, θα μιλούσαμε για ένα κείμενο- ντοκουμέντο και, αρκούντως αποστασιοποιημένοι, θα το χαρακτηρίζαμε ως ένα σημαντικό έργο και μια καλή παράσταση. Τώρα, που «έχει αλλάξει ο κόσμος, άλλαξε πολύ η κοινωνία» όπως λέει και ο ίδιος ο Χαριτόπουλος στο κείμενό του, ο Αντώνης Αντωνίου έχει τη διαύγεια να το φέρει και πάλι στο προσκήνιο. Ήταν εξάλλου, ο πρώτος που το ανέβασε στη «Θεατρική Σκηνή» του πριν από 20 χρόνια κι αυτός για τον οποίο το έγραψε ο συγγραφέας. Κι εφόσον ξεκινάμε αντίστροφα, η «ρημαγμένη» έννοια της επικαιρότητας, η επιτακτική ανάγκη να ακουστεί σήμερα που η διχόνοια και οι «αδελφοσκοτωμοί» δεν είναι συγκυρίες αποσυρμένες στο παρελθόν μας αλλά βίωμα, καθιστούν τα «Αυγά μαύρα» μια συγκλονιστική ιστορική μαρτυρία. Πέραν από τη βαθιά ανθρωπιά, τη συγκίνηση, τον παράφορο υπαρξιακό αγώνα των παιδιών του εμφυλίου να αποτινάξουν τις μνήμες και το στίγμα από πάνω τους.
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος γράφει -στηριγμένος στην πραγματική ιστορία μιας γυναίκας- για την απελπισμένη προσπάθεια δύο αδελφών, παιδιών ενός αντάρτη της Ρούμελης, να βρουν το βηματισμό τους: να ζήσουν χωρίς το φάντασμα του Εμφυλίου πολέμου να τους κυνηγάει, χωρίς το κενό της ορφάνιας να τους στοιχειώνει, χωρίς το στίγμα του κομμουνιστή να τους καταδιώκει. Η συνάντησή τους (καθημερινή όπως αποκαλύπτεται) γύρω από ένα παλιό, αλλά τέλεια λουστραρισμένο, σαλονάκι είναι ένας καθημερινός αγώνας για να απαλλαγούν από τις ενοχές, να αποδράσουν από τις εφιαλτικές μνήμες ή να τις τιθασεύσουν και να βρουν γαλήνη στην «τακτοποιημένη» πλέον καθημερινότητά τους.
Είναι στ’ αλήθεια θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο ο Χαριτόπουλος χειρίζεται μια προσωπική μαρτυρία για να δώσει μια συλλογική εικόνα γύρω από το πώς οι επόμενες γενιές φέρουν στις πλάτες τους το βαρύ παρελθόν των γονιών τους, πώς αυτό καθορίζει τη θέση τους μέσα στην οικογένεια, αλλά και μέσα στην κοινωνία, πώς τα τραύματα παραμένουν ανοιχτά και μολύνουν το παρόν και το μέλλον μιας χώρας. Και το σημαντικότερο: το πώς χωρίς λαϊκισμούς και κορώνες φωτίζει μια ιστορική περίοδο της πατρίδας μας για την οποία είχε επικρατήσει μεγάλη συσκότιση.  Ο λόγος του είναι καθημερινός, λιτός και συνάμα τόσο διεισδυτικός στο συναίσθημα και σε αυτό που θέλουμε να αποκαλούμε «συλλογική μνήμη».
Εδώ εισέρχεται και ο παράγοντας της υποκριτικής δεινότητας που καλείται να αποκαλύψει αυτές τις συγγραφικές αρετές. Ο Αντώνης Αντωνίου και η Νατάσσα Ασίκη είναι φορείς του καλού, γνήσιου θεάτρου και θα έλεγε κανείς πως ενσαρκώνουν υποδειγματικά τα δύο αδέλφια αναπτύσσοντας ωραία σκηνική επικοινωνία. Ο Αντωνίου στο ρόλο του μεγάλου αδελφού που προσπαθεί να αφυπνίσει την αδελφή του από τον συναισθηματικό βάλτο και συνάμα να πείσει τον εαυτό του για το δίκαιο του επαναστατικού αγώνα των γονιών του και η Ασίκη που ζει και ξαναζεί τα μετεμφυλιακά δεινά, τη χαμένη της παιδική ηλικία και αρνείται να συγχωρήσει όσους την έχρισαν επαναστάτρια με το ζόρι. Η αυθεντικότητα της ερμηνείας τους και η ζωντάνια της αφήγησης κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον και κορυφώνονται σε ένα φορτισμένο φινάλε. Έχοντας τη συνείδηση ότι δεν πρόκειται μόνο για ένα καλό δείγμα θεάτρου, αλλά για ένα κομμάτι αληθινής ζωής.»
Στέλλα Xαραμή

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ - ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΤΟ ΦΙΝΤΑΝΑΚΙ


ΤΟ ΦΙΝΤΑΝΑΚΙ



v  Την ομάδα εργασίας αποτελούν οι μαθητές:  

v  Λίγα λόγια για τον συγγραφέα και την εποχή που γράφτηκε.

v  Σύντομα η υπόθεση.

v  Υπάρχουν κοινωνικοί προβληματισμοί και μηνύματα στο έργο;

v  Θα μπορούσε κατά τη γνώμη σας το έργο αυτό να αγγίξει τους νέους της εποχής μας; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. Σημειωτέον το έργο παίχτηκε από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού θεάτρου τη φετινή χρονιά.

v  Ερμηνεύω τον τίτλο.





ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ -ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΦΑΥΣΤΑ


ΦΑΥΣΤΑ



v  Την ομάδα εργασίας αποτελούν οι μαθητές:  

v  Λίγα λόγια για τον συγγραφέα και την εποχή που γράφτηκε.

v  Σύντομα η υπόθεση.

v  Σχολιάζω ορθογραφία και σύνταξη. Ποιος ο στόχος του θεατρικού συγγραφέα;

v  Υπάρχουν κοινωνικοί προβληματισμοί και μηνύματα στο έργο του;

v  Το έργο παίχτηκε φέτος στο θέατρο Προσκήνιο με πρωταγωνίστρια την Ελένη Κοκκίδου. Γιατί ακόμα και σήμερα το έργο αυτό του 1962 αγγίζει το κοινό κατά τη γνώμη σας;




v  Το θέατρο Στοά με αφορμή τα 40 χρόνια λειτουργίας του εκδίδει τη Φαύστα και σημειώνει τα εξής:

« Η επέτειος των σαράντα μας χρόνων μας βρίσκει πάλι μέσα σε μια δικτατορία - μη μας ενοχλούν οι λέξεις - όπως μέσα σε μια δικτατορία γεννιόμασταν. Τότε είχε σαν δικαιολογία τον εκπεσμό του κοινοβουλίου, τώρα δεν χρειάζεται δικαιολογία. Αφαιρώντας από τον πολίτη με συντονισμένες μεθόδους κάθε ηθική αντίσταση, δημιούργησε μια ποταπή κοινωνία εξάρτησης για να μπορέσει, με όπλο την οικονομική εξαθλίωση, να ολοκληρώσει τον στόχο της: τη βιολογική και πνευματική υποδούλωση. Γι' αυτό ας μην ξεγελιόμαστε. Σήμερα χρειάζεται να αναστηλώσουμε την Ελλάδα όχι μόνο οικονομικά, αλλά κυρίως ηθικά. Να θυμίσουμε στις πολλές εκείνες χιλιάδες συμπολιτών μας, ότι οι πραγματικές αξίες που συνιστούν έναν επιτυχημένο και αξιοπρεπή άνθρωπο, δεν βρίσκονται μέσα στα ομόλογα, το χρηματιστήριο, τον τζόγο, τη βίλλα με την πισίνα, το παράνομο κτίσμα και το εφτάμετρο φουσκωτό. Ότι ουσιαστική δύναμη δεν είναι να αγνοείς τα φανάρια, να κατέχεις το πρώτο τραπέζι στις καφετέριες της παραλιακής πασαρέλας ή την μπροστινή ξαπλώστρα στις αμμουδιές της Μυκόνου. Ότι οι δύο μπράβοι που σε συνοδεύουν είναι δανεική μαγκιά. Ακόμη κι αυτοί οι άνοες φουσκωτοί μπορεί κάποια στιγμή ν' αφυπνιστούν και τότε η μαγκιά θα γίνει μια ξεφτίλα που δεν περιγράφεται. Η καλύτερη απάντηση που βρήκαμε εμείς για όλους αυτού που μας κοροϊδεύουν ήταν να τους πετάξουμε στη μούρη έναν Μποστ, αν και είναι αμφίβολο αν καταλάβουν τίποτα. Τουλάχιστον προς το παρόν.»

v  «Πίσω από το γελοίο της υπερβολής ο Μποστ σατιρίζει τους μικρόνοες μικροαστούς που τελούν σε πλήρη αφασία, εθελοτυφλώντας επιδεικτικά στα δεινά που συμβαίνουν. Μόνο που σε καιρούς όπως οι δικοί μας, με τη Μεσόγειο να έχει μετατραπεί σε υδάτινο τάφο, η υπόθεση αποκτά νέα συμφραζόμενα. Η αφασία της Φαύστας και των ομοίων της φέρνει στο νου την τωρινή στάση απέναντι στο προσφυγικό. τέτοιες απωθήσεις δεν είναι ψυχαναλυτικής, αλλά κοινωνιολογικής φύσης.»